στομφώδης

στομφώδης
[стомфодис] εκ. напыщенный.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "στομφώδης" в других словарях:

  • στομφώδης — masc/fem acc pl (attic epic doric) στομφώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) στομφώδης masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομφώδης — ες / στομφώδης, ῶδες, ΝΑ [στόμφος] αυτός που χαρακτηρίζεται από στόμφο, πομπώδης, κομπαστικός …   Dictionary of Greek

  • στομφώδει — στομφώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) στομφώδης masc/fem/neut dat sg στομφώδεϊ , στομφώδης dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομφώδη — στομφώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) στομφώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) στομφώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομφῶδες — στομφώδης masc/fem voc sg στομφώδης neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομφώδεις — στομφώδης masc/fem acc pl στομφώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομφώδους — στομφώδης masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • ενογκώδης — ἐνογκώδης, ες (Μ) [ογκώδης] (για λόγο) στομφώδης, ογκηρός, φουσκωμένος …   Dictionary of Greek

  • ευστόμφαστος — εὐστόμφαστος, ον (Μ) ο γεμάτος στόμφο, ο στομφώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στομφαστός (< στομφάζω)] …   Dictionary of Greek

  • κρημνοβάτης — ο (AM κρημνοβάτης, Α δωρ. τ. κρημνοβάτας) αυτός που αναρριχάται ή που ζει σε γκρεμούς μσν. αρχ. αυτός που λέει μεγάλα λόγια, στομφώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + βάτης (< βαίνω), πρβλ. σχοινο βάτης, υπνοβάτης] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»